δευτερωτής

δευτερωτής
ο (AM δευτερωτής)
νεοελλ.
1. αυτός που δευτερώνει, επαναλαμβάνει κάτι
2. παροιμ. «τού δευτερωτή το ζευγάρι σβέλτα σβαρνίζει» — είναι εύκολο να επαναλάβεις κάτι που έχεις κιόλας γίνει
αρχ.
ο ερμηνευτής τής Παλαιάς Διαθήκης ή τών θρησκευτικών παραδόσεων τών Εβραίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”